- πίκραμα
- το και πικραμός, ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πικραίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πίκραμα — το, Ν [πικραίνω] 1. η πρόκληση πικρίας, λύπης σε κάποιον 2. η πικρία, η θλίψη … Dictionary of Greek